- περίνοος
- περίνοος, ον, [var] contr. [suff] περινό-νους, ουν, ([etym.] νοέω)A very intelligent: [comp] Sup.
περινούστατος S.E.M.7.326
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περινούστατος S.E.M.7.326
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίνοος — ον, Α βλ. περίνους … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek